- πυοποιώ
- -έω, Α [πυοποιός]παράγω πύον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυοποιῷ — πυοποιός making pus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυοποίησις — ήσεως, ἡ, Α [πυοποιῶ] σχηματισμός πύου, διαπύηση … Dictionary of Greek